κεράλειμμα — το (Μ κεράλειμμα) κηραλοιφή*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερί + άλειμμα (< ἄλειμμα < ἀλείφω), πρβλ. επ άλειμμα, πασσ άλειμμα] … Dictionary of Greek
πάσσαξ — ακος, ό, Α (μεγαρικός τ.) πάσσαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πασσ τού πάσσαλος* + επίθημα αξ (πρβλ. πόρπ αξ)] … Dictionary of Greek
πασσάριος — Α (κατά τον Ησύχ.) «σταυρός». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πασσ τού πάσσαλος* + επίθημα άριος] … Dictionary of Greek
σκάφαλος — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀντλητήρ». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ τού σκάπτω* + κατάλ. αλος, κατά το πάσσ αλος] … Dictionary of Greek
σκυτάλη — Είδος μικρού ραβδιού, που τη χρησιμοποιούσαν ιδιαίτερα στην αρχαία Σπάρτη οι έφοροι για την αποστολή των μυστικών μηνυμάτων τους στο εξωτερικό, σε στρατηγούς, βασιλιάδες και άλλους επίσημους. Τύλιγαν μια στενή άσπρη δερμάτινη ταινία γύρω από ένα… … Dictionary of Greek
στρόφαλος — ο, ΝΜΑ νεοελλ. 1. τεχνολ. το σημαντικότερο μετά τον τροχό μέσο μετάδοσης κινήσεως, στοιχείο μηχανισμού συνδεδεμένο κατά ορθή γωνία με άτρακτο που επιτρέπει τη μετατροπή τής περιστροφικής κίνησης σε ευθύγραμμη παλινδρομική κίνηση άλλων οργάνων με… … Dictionary of Greek
συοβαύβαλος — και συβαύβαλος, ὁ, Α 1. ο συφεός*. το χοιροστάσιο 2. (με σημ. επιθ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συφεό, στον χώρο όπου κοιμούνται τα γουρούνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + βαυβῶ «κοιμάμαι» + επίθημα αλος (πρβλ. πάσσ αλος)] … Dictionary of Greek
φέψαλος — και ιων. τ. φέψελος, ὁ, Α 1. σπινθήρας από ξύλα ή από αναμμένα πρίνινα κάρβουνα 2. το κάτω πλατύ τμήμα τής καπνοδόχης («ἀσπὶς ἐν τῷ φεψάλῳ κρεμήσεται», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φέ ψ αλος (< *φε φσ αλος) έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη… … Dictionary of Greek
φύσαλος — ὁ, Α 1. είδος βατράχου, για τον οποίο λεγόταν ότι μπορεί να φουσκώσει ώσπου να σκάσει 2. τερατόμορφο ψάρι που μπορεί να φουσκώνει 3. είδος φάλαινας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φῦσα «φυσερό, πνοή, φύσημα» + επίθημα αλος (πρβλ. κόκκ αλος, πάσσ αλος)] … Dictionary of Greek